μορμύρος

μορμύρος
μορμύρος
Grammatical information: m.
Meaning: name of a sea-fish of the family of the breams (Sparidae), `Pagellus mormyrus' (Arist., Archestr.); details in Thompson Fishes s.v.
Other forms: with dissim. μορμύλος (Dorio ap. Ath., Opp.); also μύρμη (Epich. 62).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Acc. to Strömberg Fischnamen 76 "prob. after the sound, which arises from its quick movement in the water". In the same meaning also μύρμη (Epich. 62). The connection with μύρομαι, μύρω `flow, trickle' (Strömberg l.c.) is not convincing. -- After Bq and Huber Comm. Aenip. 9 p. 9 a Mediterr. word. -- Lat. LW [loanword] murmillō `gladiator with Gaulish helm, on top of which was a fish'; s. W.-Hofmann s.v. - The variant μύρμη makes a Pre-Greek word probable.
Page in Frisk: 2,254

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μορμύρος — Pagellus mormyrus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμύρος — και μόρμυρος, ο (Α μορμύρος) νεοελλ. ζωολ. γένος ισοσπόνδυλων τελεόστεων ιχθύων τής οικογένειας τών μορμυριδών αρχ. είδος θαλάσσιου ψαριού, η σημερινή μουρμούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προέρχεται από το ρ. μορμύρω «μουρμουρίζω, παφλάζω», λόγω τού θορύβου… …   Dictionary of Greek

  • μορμύρω — μορμύρος Pagellus mormyrus masc nom/voc/acc dual μορμύρος Pagellus mormyrus masc gen sg (doric aeolic) μορμύ̱ρω , μορμύρω roar and boil aor subj act 1st sg μορμύ̱ρω , μορμύρω roar and boil pres subj act 1st sg μορμύ̱ρω , μορμύρω roar and boil… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμύρον — μορμύρος Pagellus mormyrus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμύρους — μορμύρος Pagellus mormyrus masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμύρων — μορμύρος Pagellus mormyrus masc gen pl μορμύ̱ρων , μορμύρω roar and boil pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μορμυρωπός — μορμυρωπός, όν (Α) αυτός που έχει οφθαλμούς απλανείς, ακίνητους χωρίς βλέφαρα, όπως το ψάρι μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος «μουρμούρα» + ωπός(< ὤψ, ὠπός «όψη»), πρβλ. μορμορ ωπός] …   Dictionary of Greek

  • μόρμυλος — και μορμύλος, ὁ (Α) μορμύρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μορμύρος, με ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου ρ σε λ ] …   Dictionary of Greek

  • μορμυρίδες — Οικογένεια μορμιριόμορφων ψαριών. Το μήκος του σώματος τους φτάνει το 1,5 μέτρο και το ρύγχος τους καταλήγει σε ένα σωλήνα, με τον οποίο τα ψάρια αυτά συλλαμβάνουν στον βυθό τα ασπόνδυλα που αποτελούν την κύρια τροφή τους. Ζουν στα γλυκά νερά… …   Dictionary of Greek

  • Ретиарии — (retiarii) у римлян гладиаторы, вступавшие в борьбу с трезубцем (tridens или fuscina), мечом и сеткой (rete, откуда и самое название Р.), которую они старались набросить на противника, чтобы, опутав его, легче приколоть трезубцем. Одеждой Р.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μουρμούρα — Ψάρι γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πάγελλος ο μόρμυρος, που ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει σώμα ωοειδές, πεπιεσμένο στα πλάγια και μεγάλα πτερύγια, από τα οποία το ραχιαίο αποτελείται από δύο τμήματα, το μπροστινό (που είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”